- προσεδρεύω
- Α1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ' οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.)2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.)3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω4. μένω σταθερός σε ιδέες και απόψεις, εμμένω («αὐτοὺς τοὺς Λάκωνας ἴσμεν, ἕως μὲν αὐτοὶ προσήδρευον ταῑς φιλοπονίαις, ὑπερέχοντας τῶν ἄλλων», Αριστοτ.)5. παρατηρώ με υπομονή και προσοχή6. επιδίδομαι σε κάτι με ζήλο και θέρμη, είμαι επιμελής, φίλεργος («προσεδρεύειν εἰς τὰ μαθήματα», πάπ.)7. γίνομαι πιεστικός, επίμονος8. (σχετικά με πόλη) στέκομαι κοντά και αποκλείω, πολιορκώ («προσεδρεύουσι ταῑς Συρακούσαις», Πολ.)9. αναμένω, περιμένω («προσήδρευσα ἐφ' ἡμέρας δύο ἐκδεχόμενός σε», πάπ.)10. φοιτώ, συχνάζω κανονικά σε δικαστήριο11. παρευρίσκομαι σε δικαστήριο («παρεῑναι καὶ προσεδρεύειν τῷ βήματι», πάπ.)12. υπηρετώ ως γραφέας σε δικαστήριο13. (για βοηθό ή υπηρέτη) είμαι σε υπηρεσία, υπηρετώ («τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ μέλαν τρίβων καὶ τὰ βάθρα σπογγίζων», Δημοσθ.)14. (για μαθητευόμενο) ακολουθώ, συχνάζω («προσεδρεύειν τῷ διδασκάλῳ», πάπ.)15. είμαι ενοχλημένος16. μτφ. στέκω κοντά και παραφυλάγω, στήνω καρτέρι, ενεδρεύω («προσεδρεύσων τοῑς καιροῑς» — για να παραφυλάξει τις ευκαιρίες, Πολ.)17. (σχετικά με τα ύδατα τού Νείλου) παρακολουθώ την ανύψωση τής στάθμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -εδρεύω (< -εδρος < ἕδρα), πρβλ. προ-εδρεύω].
Dictionary of Greek. 2013.